12 Ιουνίου 2011

Ο Partick Leigh Fermor άφησε φτωχότερη τη Μάνη και την Ελλάδα

Ο Παντελής (Πάτρικ λι) ΜΑΣ, ο άνθρωπος που αγάπησε τη Μάνη και την Ελλάδα σαν την πατρίδα του, ένας από τους ελάχιστους πραγματικούς φίλους της Ελλάδας, έφυγε για το πιο μεγάλο του ταξίδι σε ηλικία 96 ετών στις 10 Ιουνίου 2011...
Ήταν ο άνθρωπος που ενέπνευσε πολλούς να δουν τη Μάνη μας με τη δική του όλο αγάπη ματιά, διαβάζοντας το βιβλίο του "Μάνη". Από τα πιο γνωστά έργα του Αγγλο-Ιρλανδού συγγραφέα, ήταν η «Μάνη», η «Ρούμελη», «Τα βιολιά του Σεν Ζακ», «Μεταξύ των Δασών και των Ποταμών», «Ένας καιρός δώρων».

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ γεννήθηκε το 1915 από γονείς αγγλικής και ιρλανδικής καταγωγής. Ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε ηλικία 19 ετών, σ’ ένα καθοριστικό για τη ζωή του ταξίδι που έκανε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Έκτοτε πάντα επέστρεφε στη χώρα μας, και έγραφε γι’ αυτήν. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ πολέμησε στην Αλβανία, ενώ από το 1941 ως τη Μάχη της Κρήτης, έλαβε μέρος στην κρητική αντίσταση.

Λίγα λόγια για τη ζωή του (Πηγή www.mani.org.gr):

Ο Σεφέρης ξεπερνούσε τα πλαίσια χωρών και πολιτισμών «Πληγώνομαι όταν διαστρεβλώνουν την Ελληνική ιστορία»

Γεννήθηκε: Στην Αγγλία. Πρωτοταξίδεψε στην Ελλάδα: Όταν ήταν 19 χρόνων, το 1935, στο πλαίσιο της περιήγησής του σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σημαντικότερα έργα του: «Μάνη», «Ρούμελη», «Τα βιολιά του Σεν Ζακ», «Μεταξύ των Δασών και των Ποταμών», «Ένας καιρός δώρων». Ζει: Στη Μάνη (Καρδαμύλη)·με συχνά ταξίδια στην Αγγλία.

Πέντε εικόνες. Ένας άνδρας με στολή Βρετανού αξιωματικού, μόνος του, επάνω σε ένα χιονισμένο βουνό - είναι στην Αλβανία, το 1941. Μιλάει ρέοντα Ελληνικά. Οι Έλληνες στρατιώτες τον αποκαλούν, χαϊδευτικά, «Ο Άγγλος». Όποτε μπορεί, εκείνος μιλάει για ποίηση και λογοτεχνία. Δεύτερη εικόνα, η ίδια αρρενωπή ένστολη φιγούρα, πλάι στον Σεφέρη, στο Κάιρο. Μόλις έχει φτάσει εκεί, μετά την τραγική Μάχη της Κρήτης. Ανάγλυφος στο πρόσωπό του ο θρήνος. Τρίτο φλας. Χάιφα, 1942. Ο αξιωματικός, ο μαυροπίνακας και η τάξη ενστόλων. Πρόκειται για ένα από τα μαθήματα πολέμου που ο αξιωματικός με το διαπεραστικό βλέμμα παραδίδει στους Συμμάχους.

Κρήτη, 1944: καθώς ο Βρετανός κομάντο βγάζει τη στολή Γερμανού αξιωματικού που είχε απατηλά φορέσει, πέντε Κρητικοί σύντροφοί του κι ένας Βρετανός αξιωματικός κρατούν δέσμιο έναν Γερμανό αξιωματικό. Είναι ο στρατηγός Κράιπε - ο διοικητής των Γερμανικών Κατοχικών Δυνάμεων στην Κρήτη - που οι άνδρες έχουν μόλις απαγάγει. Τις νύχτες που δεν υπάρχουν πυροβολισμοί, ο αιχμάλωτος και ο Άγγλος αξιωματικός-απαγωγέας μιλάνε για τον Όμηρο και τους μεγάλους τραγικούς.

Ύστατη εικόνα: Μάνη, 1998, σε ένα σπιτούδι. Ο άνδρας παραμερίζει, για μια στιγμή, αυτό που γράφει - η βιβλιοθήκη είναι γεμάτη βραβευμένα έργα του. Τα μάτια του σπινθηροβολούν. «Κινδύνευε η Ελλάδα. Υπέφερε. Εγώ δεν έκανα τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο απ' ό,τι ο καθένας θα έκανε, όταν κινδυνεύει η πατρίδα». Χωρίς χρεία συστάσεων, είναι ο Πάντι. Ο Μιχάλης. Ο Φιλεδέμ. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.

Είναι ευθυτενής, γλυκομίλητος και διατηρεί στο ακέραιο όλη τη νεανική του ορμητικότητα. «Ωχ, Θεέ μου! Όχι δα!», λέει κάθε τρεις και λίγο, με σχεδόν υπερβολική σεμνότητα και εγκράτεια, μόλις του θυμίσει κανείς τη θρυλική του πια υπόσταση και την ηρωικών διαστάσεων δραστηριότητά του. Με ενθουσιασμό μικρού παιδιού μιλάει για τα βιβλία του.

Και ποτέ, μα ποτέ, όταν μιλάει για τους ιστορικής σημασίας αγώνες που - πάντα πρωτοστατώντας - έδωσε στην Ελλάδα καθ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, δεν χρησιμοποιεί την αντωνυμία «εγώ». Είναι πάντα «εμείς»·είτε πρόκειται για τους Βρετανούς στρατιώτες του και τους συναδέλφους και φίλους αξιωματικούς - μιλάει συνέχεια για τον «Μόντι» Κρις Γούντχαους, για τον Ίαν Φίλντιν, για τον Τζον Πέντελμπουρι, τον αρχαιολόγο-ελληνιστή που σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία στη Μάχη της Κρήτης - είτε πρόκειται για τους Κρήτες συντρόφους του - τον Γιώργο Ψυχουδάκη, τον Μανώλη Πατεράκη, τον Γιώργο Τυράκη - είτε για την Ελλάδα ολάκερη.

Τον Πάτρικ Λη Φέρμορ τον βρίσκουμε στα μέσα του Ιουλίου, στο σπίτι του, στην Καρδαμύλη της Μάνης, όπου ζει μόνιμα πια, εδώ και χρόνια, μαζί με τη γυναίκα του, σε ένα σπίτι που ο ίδιος έκτισε. Ο 83χρονος Αγγλοϊρλανδός Φέρμορ, έχοντας αγωνιστεί μια ζωή για την Ελλάδα, σε όλες τις δύσκολες στιγμές της, με σθένος, προσφορά και λαχτάρα, που ξεπερνάει τον ηρωισμό· έχοντας λάβει όλες τις δυνατές στρατιωτικές διακρίσεις για την πολεμική του δράση· και ενώ χαίρει παγκόσμιας ακτινοβολίας για τα βιβλία του - έχουν αναγνωριστεί ως «αριστουργήματα» από τους αυστηρότερους Ευρωπαίους και Αμερικανούς κριτικούς - σήμερα ζει απομονωμένος και ασχολείται αποκλειστικά με αυτό που ονειρευόταν από παιδί: τη συγγραφή βιβλίων.

Τον τελευταίον καιρό μάλιστα ετοιμάζει πυρετωδώς την ιστορία της δραστηριότητάς του και των περιπετειών που έζησε κατά τη διάρκεια όλου του πολέμου. Όλα τα κατορθώματα και η δράση του είναι ως σήμερα γνωστά από επίσημα έγγραφα (όπως του Foreign Office) και από απομνημονεύματα συντρόφων του, αλλά και ιστορικών· ο ίδιος έχει, ως τώρα, σιωπήσει.

«Από μικρό παιδί ήμουν αποφασισμένος να γίνω συγγραφέας· ήταν το μόνο βέβαιο αυτό», θυμάται ο Πάτρικ Λη Φέρμορ - Πάντι, για τους φίλους του. «Και αφενός γι' αυτόν τον λόγο - για να συλλέξω εμπειρίες, να γνωρίσω διαφορετικούς ανθρώπους και πράγματα - και αφετέρου επειδή με το σχολείο και το ακαδημαϊκό σύστημα εν γένει δεν τα πήγαινα καλά, ξεκίνησα, όταν ήμουν 18 χρόνων, ένα ταξίδι με προορισμό την Κωνσταντινούπολη το οποίο έμελλε να με σημαδέψει και να μου καθορίσει τη ζωή».

Το ταξίδι κράτησε ενάμιση χρόνο και απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ολομόναχος κι απένταρος, ο Φέρμορ έφτασε με πλοίο από την Αγγλία στην Ολλανδία και από εκεί συνέχισε, μες στα χιόνια, στη Γερμανία· από εκεί ανέβηκε τον Ρήνο και προχώρησε Ανατολικά, στον Δούναβη. Πέρασε την Αυστρία και κατόπιν στην Τσεχοσλοβακία. Στην Ουγγαρία δανείστηκε ένα άλογο, όρμησε στην Τρανσυλβανία και διέσχισε από τη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, πάνω από την οροσειρά των Βαλκανίων και στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας: Βάρνα, Μεσημβρία και Μπουργκάς·και μετά, πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, κοντά στην Αδριανούπολη. Την 1η Ιανουαρίου του 1935 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη.

Σε μοναστήρια
Επόμενος σταθμός η Ελλάδα. «Η αγάπη μου γι' αυτήν ήταν απόλυτη». Έζησε σε μοναστήρια του Αγίου Όρους, στη Θράκη και τη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο και την Αθήνα. Τα λιγοστά αρχαία Ελληνικά που είχε μάθει στο σχολείο μετατράπηκαν, σχεδόν δια μαγείας, σε άπταιστα νέα Ελληνικά και η Ελλάδα κέρδισε παντοτινό κράτημα μέσα του. «Και μετά, περίπου το 1936, επέστρεψα στην Αγγλία.

Οι μήνες που περνούσαν μακριά από την Ελλάδα μου φαίνονταν αβάσταχτοι. Γι' αυτό και το 1941 που μπήκα στα Ιντέλιτζενς Κορπς (Σώματα Μυστικής Ασφάλειας) ζήτησα να επιστρέψω στους Έλληνες που εκείνη την περίοδο αγωνίζονταν στην Αλβανία. Έτσι κι έγινε». Και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έγινε αναπόσπαστο μέρος της Αλβανικής Εποποιίας. Και, αμέσως μετά, της Κρητικής Αντίστασης. Από το 1941 και ως την αιματηρή Μάχη της Κρήτης ο Φέρμορ ήταν εκεί, στην πρώτη γραμμή, μαζί τους Κρήτες αγωνιστές που τον θεωρούσαν «πιο δικό από τους δικούς τους», λέει με καμάρι. «Τι να πρωτοθυμηθώ;

Τις μεγάλες νυχτερινές πορείες, την καλλιέργεια της Αντίστασης από χωριό σε χωριό, από βουνοκορφή σε πεδιάδα; Την αναμονή των πλοιαρίων στους απομονωμένους κολπίσκους, την προσμονή στα οροπέδια για τη ρίψη πολεμοφοδίων, τις επισκέψεις στα δίκτυα συλλογής πληροφοριών στις πόλεις, τις αποστολές κομάντο για δολιοφθορές στον εχθρό, τη διαφυγή από τις επιδρομές των Γερμανών, στα βουνά, στις αετοφωλιές και στα κατσάβραχα, όπου ζούσαμε... Από την πρώτη εισβολή του Άξονα στην Ελλάδα, εμείς στην Αγγλία αισθανθήκαμε ότι ήμασταν οι σύμμαχοι της μόνης χώρας που είχε μείνει και πολεμούσε ακόμη εναντίον του σκότους και της τυραννίας.

Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν ουδέτερος, «εν ειρήνη» ηττημένος και, το χειρότερο ακόμη, με το μέρος του εχθρού - είτε με συμμαχίες είτε με συνθήκες. Όταν όμως ο πόλεμος έφτασε στην Κρήτη, οι δύο μοναχικοί σύμμαχοι - η Ελλάδα και η Αγγλία - πολεμούσαν κυριολεκτικά η μια δίπλα στην άλλη. Κάπως έτσι έφτασε και το 1942. Μέσα στη φρίκη και την απελπισία. Η Αγγλία γινόταν κομμάτια και θρύψαλα από τους βομβαρδισμούς, οι Γερμανοί προχωρούσαν ολοταχώς προς το Στάλινγκραντ, τα τανκς και τα κανόνια του Ρόμελ σφυροκοπούσαν τη γραμμή μας της ερήμου και μας κυνηγούσαν πίσω στην τελευταία γραμμή αμύνης μας, στο Ελ Αλαμέιν·και οι ΗΠΑ δεν έβγαιναν ακόμη στον πόλεμο.

Εγώ και οι δικοί μου, διωγμένοι από την Κρήτη, μετά τη Μάχη της Κρήτης της 20ής Μαΐου 1941, που μας είχε αποδεκατίσει και συντρίψει, είχαμε διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Πρώτα στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο. Κι έπειτα στη Χάιφα, κοντά στην Παλαιστίνη, όπου δίδασκα τους συμμάχους αξιωματικούς σε μια σχολή πολέμου. Τι τους μάθαινα; Τα απολύτως απαραίτητα. Μυστικές αποβιβάσεις, δηλαδή δολιοφθορές, χρήση πυρομαχικών και όπλων του εχθρού, ρίψεις με αλεξίπτωτο, επιδρομές κομάντο, διαφυγές, εγκαταστάσεις κινητών σταθμών ασυρμάτου - τα πάντα.

Η καρδιά μου και η σκέψη μου όμως βρίσκονταν στην Κρήτη που τώρα υπέφερε περισσότερο από ποτέ. Τα χωριά καίγονταν παντού. Χιλιάδες Κρητικοί ήταν δέσμιοι. Απάνθρωπα βασανιστήρια και ομαδικές εκτελέσεις ήταν στην καθημερινή διάταξη. Και οι Κρητικοί δεν το έβαζαν κάτω, παρά με καρτερικότητα και σθένος συνέχιζαν, όπως μπορούσαν, την Αντίσταση. Κι όχι μόνον αυτό. Αλλά και βοηθούσαν, με κίνδυνο της ζωής τους και των δικών τους, κι όσους από τους Άγγλους συμμάχους είχαν ξεμείνει στα ορεινά χωριά και τα βουνά της Κρήτης. Φρόντιζαν τους δικούς μας, σαν να ήταν παιδιά τους.

Μεγάλη τιμή. Και φυσικά γίναμε και είμαστε παιδιά των Ελλήνων. Και είμαι ευγνώμων γι' αυτό - είναι η μεγαλύτερη τιμή για μένα αυτή, να με κάνει ένα μαζί του ένας τόσο γενναίος και ευγενής λαός. Γιατί εμείς ήμασταν ξένοι που ήρθαμε στην Ελλάδα, από τόσο μακριά, για να λάβουμε μέρος στον αγώνα, να πολεμήσουμε, να χύσουμε το αίμα μας στα βουνά σας. Αλλά εμείς ριψοκινδυνεύαμε - εν γνώσει και αυτοβούλως - μονάχα τη ζωή μας, ενώ οι Έλληνες που μας βοήθησαν στη στιγμή της μεγαλύτερης αδυναμίας μας και μας βοηθούσαν συνέχεια δεν ρισκάρανε μονάχα τη ζωή τους, αλλά και τη ζωή των οικογενειών τους και την καταστροφή των χωριών τους, της πατρίδας τους. Μη μιλάμε λοιπόν για θυσίες δικές μας...». «Δεν άντεχα άλλο όμως μακριά από την Κρήτη - πηδούσε η ψυχή μου να επιστρέψω εκεί».

Έτσι, τα μεσάνυχτα της 24ης Ιουλίου 1942, επέστρεψε στην Κρήτη, από τη Μέση Ανατολή, με καΐκι, υπεύθυνος της ειδικής αποστολής για την Κεντρική Κρήτη. «Καιροί δύσκολοι. Είχαμε αποκοπεί και από την Αφρική, απ' όπου περιμέναμε βοήθεια και εφόδια, οι Γερμανοί ματοκυλούσαν την Κρήτη, σκοτώνοντας και βασανίζοντας και αμάχους, κάθε φορά που η Αντίσταση κατέφερε κάποιο πλήγμα εναντίον τους. Ίσως το μόνο καλό της περιόδου αυτής, ως το 1944, για την Κρήτη μας, να ήταν ότι μας παρέκαμψε ο Εμφύλιος που μαινόταν στην υπόλοιπη Ελλάδα·σχεδόν δεν πήραμε μυρωδιά». Αρχές του 1944 διατάσσεται η επιστροφή τού Φιλεδέμ - ο οποίος ζούσε στα βουνά της Κρήτης, οργανώνοντας την Αντίσταση, προσποιούμενος τον Κρητικό βοσκό στον εχθρό - στην Αλεξάνδρεια. «Και πάλι, δεν ήθελα να φύγω». Δεν γινόταν διαφορετικά όμως κι έτσι, με βαριά καρδιά, ο Φέρμορ έφυγε.

Για να επιστρέψει σε μερικούς μήνες, βασικός συντελεστής μιας αποστολής υψίστου κινδύνου και σημασίας για την Κρήτη και την Ελλάδα γενικότερα: να αιχμαλωτίσει τον Γερμανό διοικητή της Κρήτης. Επρόκειτο για τον στρατηγό Μίλερ, ο οποίος όμως, προτού ξεκινήσει η αποστολή, αντικαταστάθηκε, από τον στρατηγό Κράιπε.

«Στις 4 Φεβρουαρίου του 1944 έπεσα με αλεξίπτωτο στην Κρήτη, στο Λασίθι. Η υπόλοιπη ομάδα όμως - ο Στάνλεϊ Μος, ο Μανώλης Πατεράκης και ο Γιώργος Τυράκης - δεν μπόρεσαν να με ακολουθήσουν λόγω κακοκαιρίας. Επί δύο μήνες προσπαθούσαν να έρθουν, αλλά ήταν αδύνατον. Τελικά, στις 4 Απριλίου, έφτασαν στο Σούτσουρο, δια θαλάσσης. Και αμέσως αρχίσαμε να καταστρώνουμε το σχέδιο απαγωγής του στρατηγού».

Η απαγωγή
Τελικά την ιδέα της απαγωγής – σταμάτησε, ο Φέρμορ μεταμφιεσμένος ως Γερμανός στρατιώτης, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο στρατηγός, δήθεν για να κάνει έλεγχο ταυτότητας και αμέσως όρμησαν και οι υπόλοιποι της ομάδας, οι οποίοι πέταξαν έξω τον οδηγό, μπήκαν στο αυτοκίνητο κι έφυγαν όλοι, μέσα στο αυτοκίνητο, μαζί με τον αιχμάλωτο στρατηγό - την είχε ο Φέρμορ. Και πέτυχε.

Μετά την απαγωγή ξεκίνησε ένας φρενήρης αγώνας της ομάδας, μέσα από τα βουνά και τα χωριά της Κρήτης, «να προλάβουμε να στείλουμε τον αιχμάλωτό μας στη Μέση Ανατολή προτού μας πιάσουν οι Γερμανοί και να αποκλείσουμε τους Γερμανούς από το να κάνουν αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό, όπως συνήθιζαν». Παντού, όπου κατέβαινε από το αυτοκίνητο, ο Φέρμορ συναντούσε δολοφονικά βλέμματα και έχθρα από τους Κρητικούς, επειδή λόγω της στολής που φορούσε τον περνούσαν για Γερμανό.

«Τότε κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι Γερμανός. Και παρ' ότι ήταν κατακτητές, αισθάνθηκα τυχερός που δεν ήμουν τέτοιος. Φτάνοντας στα Σφαχτά, όπου κατοικούσε ένας φίλος μου, ο πάτερ Γιάννης Σκουλάς, βγήκε να με αντικρύσει, γεμάτη αηδία, η παπαδιά του. Έτρεξα πασιχαρής να την αγκαλιάσω. Μακριά! ούρλιαξε. Καλέ, εγώ είμαι, ο Μιχάλης, της έλεγα. Τίποτε... Φτύσαμε αίμα μέχρι να με αναγνωρίσει και να ξεπεράσει την αποστροφή που ένιωσε, περνώντας με για Γερμανό».

Έκβαση της αποστολής; Ο Κράιπε εστάλη στο Κάιρο, στους Συμμάχους, ασφαλής κι ανέγγιχτος. «Φυσικά και του φερθήκαμε με σεβασμό, τιμή και προσοχή! Αφού ήταν αιχμάλωτός μας».

Κατόπιν δεκαετιών, ο Φέρμορ ξανασυναντήθηκε με τον Κράιπε - αυτή τη φορά για μια συζήτηση γύρω από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κλίμα μεταξύ τους, ήπιο... «Ήξερε κι εκείνος ποίηση και λατινικά και αρχαία ελληνικά - το ανακάλυψα όταν ήταν αιχμάλωτός μας. Είχαμε λοιπόν πιει από τις ίδιες πηγές, είχαμε τις ίδιες ρίζες μέσα μας, πολύ προτού ξεσπάσει ο πόλεμος - κι αυτό αλλάζει τα πράγματα». Ακόμα και τα αντίποινα απεφεύχθησαν.

Ο Φέρμορ άφησε, στο αυτοκίνητο του στρατηγού, όταν το εγκατέλειψαν, ένα γράμμα προς τους Γερμαούς: «Κύριοι, ο Διοικητής σας αιχμαλωτίστηκε προ ολίγου από μια Βρετανική Δύναμη Μάχης υπό τον έλεγχό μας (σ.σ. του Φέρμορ και του Μος). Ώσπου να το διαβάσετε αυτό, τόσο ο Στρατηγός όσο και εμείς, θα βρισκόμαστε στο Κάιρο. Θέλουμε να τονίσουμε ότι η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία βοήθεια από Κρήτες... Οποιαδήποτε αντίποινα κατά του τοπικού πληθυσμού θα είναι τελείως απρόκλητη και άδικη. Auf baldiges Wiedersehen! (σ.σ.: οι δύο υπογραφές). ΥΓ: Λυπούμαστε πολύ που αφήνουμε το αυτοκίνητο».

Ο Φέρμορ (Μιχάλης ή Φιλεδέμ ήταν τα κωδικά ονόματά του στον πόλεμο) που ηρωποιήθηκε από τους Κρήτες και που σταθερά έπαιζε κορόνα - γράμματα τη ζωή του για την Ελλάδα μοιάζει σαν να έχει απομείνει μόνος, σύμβολο μιας εποχής ηρώων και οραμάτων. Ξεπερνάει την έννοια του ελληνιστή· πρόκειται για φιλέλληνα, με όλο τον ιδεαλισμό και όλον τον αγώνα που ο όρος περικλείει.

Αντιδράει στην ερώτηση εάν η Ελλάδα τον πλήγωσε. «Φυσικά και όχι! Πώς θα μπορούσε; Ό,τι έκανα το έκανα για την Ελλάδα· για το σωστό. Το ότι πέτυχε είναι η ικανοποίησή μου. Πληγώνομαι όταν βλέπω να βάλλουν κατά της Ελλάδας - και συνήθως άδικα. Πληγώνομαι όταν οι ξένοι την κοιτούν δήθεν αφ' υψηλού και αφοριστικά. Πληγώνομαι όταν αγνοούν, χρησιμοποιούν και διαστρεβλώνουν την ιστορία για να μας χτυπήσουν - όπως, για παράδειγμα, όταν θέλουν να υποστηρίξουν διάφοροι τα Σκόπια».

Οι Τούρκοι
«Και μη μας λένε για "κακά αισθήματα" των Ελλήνων προς τους Τούρκους. Για όνομα του Θεού! Οι Τούρκοι κατέλαβαν και κατέχουν παράνομα τη Βόρεια Κύπρο - όλοι το ξέρουμε αυτό. Στην Κωνσταντινούπολη συνέχεια λιγοστεύουν οι ήδη πια ελάχιστοι Έλληνες - και αυτό, ως απευθείας αποτέλεσμα των αναταραχών, των λεηλασιών, των καταστροφών, των δολοφονιών, των εξαναγκασμών και του ευρύτερου διωγμού στον οποίον υπόκεινται.

Εκ των ων ουκ άνευ είναι λοιπόν να μην ξεχνάει όλη η Ευρώπη τι της προσέφερε η Ελλάδα και ενθυμούμενη αυτά να πράττει και δεόντως. Και δεν μιλάω τώρα για την αρχαία Ελλάδα, παρά για τη σύγχρονη Ελλάδα - του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εμείς, η Ελλάδα, συγκρατήσαμε, τότε που ο ουρανός είχε μαυρίσει, ολόκληρη την Ευρώπη από την κατάρρευση.

Ας θυμούνται, ας γνωρίζουν λοιπόν όλοι τι εστί Ελλάδα. Γιατί πάντα και παντού οι ιδέες αλλάζουν, οι άνθρωποι πεθαίνουν και με τον καιρό πέφτουν και τα μνημεία.

Ωστόσο, κάτι που δεν καταστρέφεται και θα επιζήσει είναι το πνεύμα που οδηγούσε τους κατοίκους αυτής της χώρας, της Ελλάδας - κάτι που εμπεριέχει όλες τις αρετές, κάτι που εμπνέει και εμπνέεται και είναι τόσο λαμπερό, όπως είναι ο αέρας και το φως που λάμπει επάνω στα Ελληνικά βουνά: τα βουνά σας. Τα βουνά μας».

«Το 1941, όσοι διασωθήκαμε από τη Μάχη της Κρήτης, είχαμε φυγαδευθεί στη Μέση Ανατολή. Πρώτα στην Αλεξάνδρεια και έπειτα στο Κάιρο. Εκεί λοιπόν στις όχθες του Νείλου, αλλά και στην πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχα την ευκαιρία να γνωριστώ και αργότερα να αποκτήσω φιλική σχέση με τον Γιώργο Σεφέρη. Ήταν λοιπόν και εκείνος εκεί στη Μέση Ανατολή, η έντονη φυσιογνωμία του ήταν όμως βυθισμένη σε μια ανησυχία και θλίψη που ξεπερνούσε το δικό μας καθημερινό άγχος και την ταλαιπωρία για την έκβαση του αγώνα. Στη Μέση Ανατολή, αυτήν την κρίσιμη φάση του πολέμου που όλα έμοιαζαν να χάνονται, ο Σεφέρης έδινε τον δικό του προσωπικό και φλογερό αγώνα: στην πολιτική και στα γράμματα - στην ποίηση».

Τις «Μέρες του Ιουνίου του '41» ο Σεφέρης τις έγραψε μόλις ο Φέρμορ είχε φθάσει εκεί μετά τη Μάχη της Κρήτης.

«Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου μες στο σκοτάδι της καρδιάς - τρεις φίλοι».

«Ώρες - ώρες αισθάνομαι σαν να είμαι ακόμα εκεί», λέει ο Φέρμορ. «Με τον θρήνο μέσα μου για τους συντρόφους που σκοτώθηκαν, και τη μάχη που χάθηκε, και εκείνο τον άνδρα, με τα μάτια τα σκοτεινά από πόνο, να διώχνει τα σύννεφα από μέσα μου, με τα λόγια του.

«Λόγια που ήταν απλώς λόγια. Λόγια ανθρώπου καλλιεργημένου και λόγιου που γνώριζε τη φρίκη των τσακισμένων κορμιών, και τον πόνο της αβεβαιότητας και της απώλειας».

Ο Φέρμορ βγάζει μια παλιά ¨- από τότε τραβηγμένη - φωτογραφία του μαζί με τον ποιητή. Και οι δύο άνδρες σκεπτικοί. Με βαρύ βλέμμα. «Δεν προλάβαμε να μείνουμε καιρό κοντά», συλλογίζεται ο Φέρμορ, «πάντα έφευγα εγώ. Ήμουν σε κίνηση - μια οι αποστολές, μια η εκπαίδευση... "Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε. Δεν φτάνει να αισθάνεσαι μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι", έλεγε - σχεδόν όπως γράφει και σε ποιήματά του μιλούσε τότε.

»Μιλούσε πάντα συγκρατημένα και προσεκτικά. Δεν ήταν φλύαρος, ποτέ δεν βαριόσουνα να τον ακούς. Σεμνός και διακριτικός. Τον εξετίμησα πολύ τότε. Τον αγάπησα στη συνέχεια ως ποιητή. Ήταν πολύ μορφωμένος και με μια ευρύτητα γνώσεων που ξεπερνούσε τα πλαίσια χωρών και πολιτισμών.

«Ο Σεφέρης κατέγραψε με ακρίβεια και ευαισθησία εκείνα που τότε ζούσαμε. Ναι, ερχόμασταν από παντού, όπως λέει και στον "Τελευταίο Σταθμό", "απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία". Ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε, αν και πολύ μαζεμένος άνθρωπος, διέκρινε κανείς τη συσσωρευμένη δύναμη μέσα του».

ΑΜΑΛΙΑ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ ΤΑ ΝΕΑ (07-09-1998).


Ο Βρεττανός συγγραφέας ήταν πολύ φίλος με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον «Κολοσσό του Μαρουσιού», όπως τον είχε αποκαλέσει ο Χένρυ Μίλερ, αλλά και με πολλούς άλλους μεγάλους συγγραφείς και ζωγράφους, όπως τον Λώρενς Ντάρελ, για παράδειγμα, τον Τζιακομέτι, τον Φράνσις Μπέϊκον κ.ά.